ἀπρόσικτος: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπρόσικτος]], -ον (Α) [[προσικνούμαι]]<br />[[ανέφικτος]]. | |mltxt=[[ἀπρόσικτος]], -ον (Α) [[προσικνούμαι]]<br />[[ανέφικτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπρόσικτος:''' -ον, [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unattainable, ἔρωτες Pi.N.11.48.
German (Pape)
[Seite 339] unerreichbar, ἔρωτες Pind. N. 11, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσικτος: -ον, ἀνέφικτος, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσικνέομαι.
English (Slater)
ἀπρόσικτος
1 unattainable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48)
Spanish (DGE)
-ον
inalcanzable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.N.11.48.
Greek Monolingual
ἀπρόσικτος, -ον (Α) προσικνούμαι
ανέφικτος.
Greek Monotonic
ἀπρόσικτος: -ον, ακατόρθωτος, ανέφικτος, σε Πίνδ.