βουφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουφάγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να φάει ένα [[βόδι]] [[μόνος]] του, [[φαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φαγείν]], απρμφ. του <i>έφαγον</i> (αόρ. β' του [[εσθίω]] «[[τρώγω]]»)].
|mltxt=[[βουφάγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να φάει ένα [[βόδι]] [[μόνος]] του, [[φαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φαγείν]], απρμφ. του <i>έφαγον</i> (αόρ. β' του [[εσθίω]] «[[τρώγω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει, που καταβροχθίζει βόδια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουφάγος Medium diacritics: βουφάγος Low diacritics: βουφάγος Capitals: ΒΟΥΦΑΓΟΣ
Transliteration A: bouphágos Transliteration B: bouphagos Transliteration C: voufagos Beta Code: boufa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A ox-eating, Simon.179.4, AP7.426 (Antip. Sid.); of Hercules, Luc. Am.4, Porph.Abst.1.22, cf. AP9.59 (Antip.): expld. by πολυφάγος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 460] Rinder fressend, λέων Antp. Sid. 91 (VII, 426); Herkules, Luc. Amor. 7; Ant. Th. 19 (IX, 59); übh. gefräßig.

Greek (Liddell-Scott)

βουφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων βοῦς, Σιμων. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 217, πρβλ. 7. 426· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Ἔρωσ. 4, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 59.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les bœufs.
Étymologie: βοῦς, φαγεῖν.

Greek Monolingual

βουφάγος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να φάει ένα βόδι μόνος του, φαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -φάγος < φαγείν, απρμφ. του έφαγον (αόρ. β' του εσθίω «τρώγω»)].

Greek Monotonic

βουφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει, που καταβροχθίζει βόδια, σε Ανθ.