βῶκος: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(7)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βῶκος]], ο (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>βούκος</i>, [[βουκαίος]].
|mltxt=[[βῶκος]], ο (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>βούκος</i>, [[βουκαίος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βῶκος:''' ὁ, Δωρ. αντί [[βοῦκος]].
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 468] dor., Theocr., = βουκολιάζω, βουκόλος u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

βῶκος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ βοῦκος, βουκαῖος.

Greek Monolingual

βῶκος, ο (δωρ. τ.) (Α)
βλ. βούκος, βουκαίος.

Greek Monotonic

βῶκος: ὁ, Δωρ. αντί βοῦκος.