βουφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(7)
(3)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει [[βόδι]] για [[θυσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βουφόνοι θοῑναι» — [[συμπόσιο]] για το οποίο σφάζονται βόδια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ιερέας]] που λαμβάνει [[μέρος]] στην [[τελετή]] θυσίας βοδιού.
|mltxt=[[βουφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει [[βόδι]] για [[θυσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «βουφόνοι θοῑναι» — [[συμπόσιο]] για το οποίο σφάζονται βόδια<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ιερέας]] που λαμβάνει [[μέρος]] στην [[τελετή]] θυσίας βοδιού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουφόνος:''' -ον (*[[φένω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως [[θυσία]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, Rinder schlachtend, opfernd, H. h. Merc. 436. Bei Paus. 1, 28, 10 Priester in Athen. – Adj., Διονύσου θεράπων β., = πέλεκυς, Simonid. bei Ath. X, 456 a; vgl. D. Sic. 4, 12; – θοῖναι β., wobei Rinder geschlachtet werden, Aesch. Prom. 531.

Greek (Liddell-Scott)

βουφόνος: -ον, βοῦς φονεύων, βοῦς θυσιάζων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 436· - ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Παυσ. 1. 28, 10· ἀλλά, β. θεράπων Ἀθήν. 456C sq. ΙΙ. ὁ καθ’ ὃν ἢ δι’ ὃν βόες νέοι σφάζονται, θοῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 531.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tue ou immole des bœufs;
2 où l’on immole des bœufs.
Étymologie: βοῦς, πέφνειν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1matador de resesde Hermes h.Merc.436, θεράπων Simon.69.4D., πελέκεις D.S.4.12.
2 subst. ὁ β. sacrificador de reses del sacerdote de las Dipolias atenienses, Paus.1.28.10.
II de reses sacrificadas θοῖναι A.Pr.531.

Greek Monolingual

βουφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία
2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» — συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού.

Greek Monotonic

βουφόνος: -ον (*φένω),
I. αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως θυσία, σε Ομηρ. Ύμν.
II. αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.