δάμνα: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(Bailly1_1)
 
(3)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. poét. de</i> [[δαμνάω]].
|btext=<i>3ᵉ sg. impf. poét. de</i> [[δαμνάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δάμνα:''' αντί <i>δάμνασαι</i>, βʹ ενικ. Μέσ. ενεστ. του [[δάμνημι]]· επίσης, γʹ ενικ. του [[δαμνάω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:04, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. poét. de δαμνάω.

Greek Monotonic

δάμνα: αντί δάμνασαι, βʹ ενικ. Μέσ. ενεστ. του δάμνημι· επίσης, γʹ ενικ. του δαμνάω.