γοητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γοητής]], ο, δωρ. τ. [[γοατάς]], ο (Α) [[γοώ]]<br />[[θρηνώδης]].
|mltxt=[[γοητής]], ο, δωρ. τ. [[γοατάς]], ο (Α) [[γοώ]]<br />[[θρηνώδης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γοητής:''' -οῦ, ὁ ([[γοάω]]), Δωρ. γοᾱτάς, <i>-ᾶ</i>, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. [[σημασία]], με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητής Medium diacritics: γοητής Low diacritics: γοητής Capitals: ΓΟΗΤΗΣ
Transliteration A: goētḗs Transliteration B: goētēs Transliteration C: goitis Beta Code: gohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A wailer, γοητῶν νόμον A.Ch. 822 codd. (γοατάν Herm.), cf. Tim.Pers.112.

Greek (Liddell-Scott)

γοητής: -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, (γοάω) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γοάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que lanza gemidos γοηταὶ θρηνώδει κατείχοντ' ὀδυρμῷ Tim.15.102.

Greek Monolingual

γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) γοώ
θρηνώδης.

Greek Monotonic

γοητής: -οῦ, ὁ (γοάω), Δωρ. γοᾱτάς, -ᾶ, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. σημασία, με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.