γενέτωρ: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γενέτωρ]] (-ορος), ο (AM)<br /><b>1.</b> [[γεννήτωρ]], [[πρόγονος]]<br /><b>2.</b> (για τους θεούς) ο [[προστάτης]] του γένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i><br />από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-) της ρίζας <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]]].
|mltxt=[[γενέτωρ]] (-ορος), ο (AM)<br /><b>1.</b> [[γεννήτωρ]], [[πρόγονος]]<br /><b>2.</b> (για τους θεούς) ο [[προστάτης]] του γένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i><br />από τη δισύλλαβη [[μορφή]] <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-) της ρίζας <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενέτωρ:''' -ορος, ὁ = [[γενέτης]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέτωρ Medium diacritics: γενέτωρ Low diacritics: γενέτωρ Capitals: ΓΕΝΕΤΩΡ
Transliteration A: genétōr Transliteration B: genetōr Transliteration C: genetor Beta Code: gene/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = γενέτης, πόντος γ. νεφέων ἀνέμων τε Xenoph. 30.5, cf. Hdt.8.137; γ. πατήρ E.Ion136 (lyr.), cf. IG5(1).540 (Lacon.), 14.1565, Arist.Mu.397b21, 399a31; Ἀπόλλων ὁ γ. Id.Fr.489; Ἁδριανῷ γενέτορι IGRom.4.562 (Aezani).

Greek (Liddell-Scott)

γενέτωρ: -ορος, ὁ, = γενέτης, Ἡρόδ. 8. 137, Εὐρ. Ἴωνι 136, Συλλ. Ἐπιγρ. 1408, 6224, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 4 και 22· Ἀπόλλων ὁ γ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 447· Ἀδριανῷ γενέτορι Συλλ. Ἐπιγρ. 3841. (Πρὸς τὰ γενέτωρ, γενέτειρα, πρβλ. τὰ Λατ. genitor, genitrix, Σανσκρ. ganit âr, ganitî).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
1 père;
2 aïeul, ancêtre.
Étymologie: cf. lat. genitor.

Greek Monolingual

γενέτωρ (-ορος), ο (AM)
1. γεννήτωρ, πρόγονος
2. (για τους θεούς) ο προστάτης του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ-τωρ
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρίζας γεν- του γίγνομαι].

Greek Monotonic

γενέτωρ: -ορος, ὁ = γενέτης, σε Ηρόδ., Ευρ.