Γόργειος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Γόργειος]], -εία και -είη, -είον (Α) [[Γοργώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη [[Μέδουσα]] («Γοργείη [[κεφαλή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Γόργειον</i><br />το [[κεφάλι]] της Μέδουσας.
|mltxt=[[Γόργειος]], -εία και -είη, -είον (Α) [[Γοργώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη [[Μέδουσα]] («Γοργείη [[κεφαλή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το Γόργειον</i><br />το [[κεφάλι]] της Μέδουσας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Γόργειος:''' -α, -ον ([[Γοργώ]]), αυτός που ανήκει στη [[Γοργώ]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γόργειος Medium diacritics: Γόργειος Low diacritics: Γόργειος Capitals: ΓΟΡΓΕΙΟΣ
Transliteration A: Górgeios Transliteration B: Gorgeios Transliteration C: Gorgeios Beta Code: *go/rgeios

English (LSJ)

α, ον,

   A of or belonging to the Gorgon, Γοργείη κεφαλή Il.5.741, Od.11.634; Γόργειον, τό, a Tragic mask, EM238.46, Poll.10.167, etc.

German (Pape)

[Seite 502] und Γοργώ, wie andere davon herkommende adj. S. Nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

Γόργειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Γοργόνα ἢ ἐκ τῆς Γοργόνος εἰλημμένος, Γοργείη καφαλὴ Ἰλ. Ε. 741, Ὀδ. Λ. 634· τὸ Γόργειον (ἐνν. πρόσωπον), ἡ κεφαλὴ τῆς Μεδούσης, Κικ. π. Ἀττ. 4. 16· παρὰ γραμμ., τραγικόν τι προσωπεῖον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Gorgô (de Gorgone).
Étymologie: Γοργώ.

English (Autenrieth)

of the Gorgon; κεφαλή, ‘the Gorgon's head,’ Il. 5.741, Od. 11.634.

Spanish (DGE)

-η, -ον
1 de Gorgo, de Gorgona, κεφαλή Il.5.741, Od.11.634, Orph.L.539, κάρηνον Hes.Sc.237, Nonn.D.4.391, τύποι A.Eu.49, χαίτη Nonn.D.25.44, ὄμμα Nonn.D.25.81, πλόκαμοι Nonn.D.32.168.
2 de Gorgias prob. en juego de palabras c. 1 κεφαλή AP 7.134.

Greek Monolingual

Γόργειος, -εία και -είη, -είον (Α) Γοργώ
1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον
το κεφάλι της Μέδουσας.

Greek Monotonic

Γόργειος: -α, -ον (Γοργώ), αυτός που ανήκει στη Γοργώ, σε Όμηρ.