γλύπτης: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. γλύπτρια, η) (AM [[γλύπτης]]) [[γλύφω]]<br />[[καλλιτέχνης]] ο [[οποίος]] απεικονίζει διάφορες μορφές ή παραστάσεις, τρισδιάστατες ή ανάγλυφες, σε [[μάρμαρο]], [[ξύλο]], [[μέταλλο]], πηλό κ.λπ.
|mltxt=ο (θηλ. γλύπτρια, η) (AM [[γλύπτης]]) [[γλύφω]]<br />[[καλλιτέχνης]] ο [[οποίος]] απεικονίζει διάφορες μορφές ή παραστάσεις, τρισδιάστατες ή ανάγλυφες, σε [[μάρμαρο]], [[ξύλο]], [[μέταλλο]], πηλό κ.λπ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλύπτης:''' -ου, ὁ ([[γλύφω]]), [[σκαλιστής]], [[γλύπτης]] μαρμάρου, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύπτης Medium diacritics: γλύπτης Low diacritics: γλύπτης Capitals: ΓΛΥΠΤΗΣ
Transliteration A: glýptēs Transliteration B: glyptēs Transliteration C: glyptis Beta Code: glu/pths

English (LSJ)

Dor. γλύπτ-ας, ου, ὁ,

   A carver, sculptor, APl.4.142, 145.

Greek (Liddell-Scott)

γλύπτης: -ου, ὁ, ὁ σκαλίζων, ὁ κόπτων ἢ ξέων μάρμαρα ἢ ξύλα, ἰδίως ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἀνθ. Π. 4. 142, 145.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): dór. γλύπτας AP 16.145

• Grafía: graf. γλύπης MAMA 3.338 (Córico)
escultor, IFayoum 163 (I a.C.), MAMA l.c., 3.454 (Córico), PSI 956.46 (VI d.C.), Stud.Pal.20.260.9 (VI/VII d.C.), IGLS 2916.2 (VI/VII d.C.), AP 16.142, l.c.

Greek Monolingual

ο (θηλ. γλύπτρια, η) (AM γλύπτης) γλύφω
καλλιτέχνης ο οποίος απεικονίζει διάφορες μορφές ή παραστάσεις, τρισδιάστατες ή ανάγλυφες, σε μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο, πηλό κ.λπ.

Greek Monotonic

γλύπτης: -ου, ὁ (γλύφω), σκαλιστής, γλύπτης μαρμάρου, σε Ανθ.