διάρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια<br /><b>2.</b> [[διάβροχος]], [[κάθυγρος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια<br /><b>2.</b> [[διάβροχος]], [[κάθυγρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάρρῠτος:''' -ον, [[κατάρρυτος]], αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρρῠτος Medium diacritics: διάρρυτος Low diacritics: διάρρυτος Capitals: ΔΙΑΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: diárrytos Transliteration B: diarrytos Transliteration C: diarrytos Beta Code: dia/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A intersected by streams, Str.5.1.7, Epic. in Arch.Pap. 7.7; διαρρύτους· διηντλημένους, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διάρρῠτος: -ον, διατεμνόμενος ὑπὸ ῥυάκων, κατάρρυτος, Στράβων 213, Γρ. Νύσσ. 3, 1108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traversé par des eaux courantes.
Étymologie: διαρρέω.

Spanish (DGE)

(διάρρῠτος) -ον
1 atravesado, irrigado por corrientes de agua Ῥάβεννα Str.5.1.7, ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖς Str.12.3.15, ὁ φοινικών Str.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.
2 διαρρύτους· διηντλημένους Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάρρυτος, -ον)
1. αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια
2. διάβροχος, κάθυγρος.

Greek Monotonic

διάρρῠτος: -ον, κατάρρυτος, αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ.