διάρρυτος: Difference between revisions
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια<br /><b>2.</b> [[διάβροχος]], [[κάθυγρος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[διάρρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια<br /><b>2.</b> [[διάβροχος]], [[κάθυγρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διάρρῠτος:''' -ον, [[κατάρρυτος]], αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A intersected by streams, Str.5.1.7, Epic. in Arch.Pap. 7.7; διαρρύτους· διηντλημένους, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διάρρῠτος: -ον, διατεμνόμενος ὑπὸ ῥυάκων, κατάρρυτος, Στράβων 213, Γρ. Νύσσ. 3, 1108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
traversé par des eaux courantes.
Étymologie: διαρρέω.
Spanish (DGE)
(διάρρῠτος) -ον
1 atravesado, irrigado por corrientes de agua Ῥάβεννα Str.5.1.7, ἡ ὀρεινὴ εὔδενδρος καὶ δ. ποταμοῖς Str.12.3.15, ὁ φοινικών Str.16.2.41, cf. Dionysius 79re.9.
2 διαρρύτους· διηντλημένους Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διάρρυτος, -ον)
1. αυτός που διαρρέεται από νερά ή ρυάκια
2. διάβροχος, κάθυγρος.
Greek Monotonic
διάρρῠτος: -ον, κατάρρυτος, αυτός που τέμνεται, διαβρέχεται από ποτάμια, σε Στράβ.