δάσμευσις: Difference between revisions
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δάσμευσις]], η (Α)<br />[[διανομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δάσμευσις]] φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. <i>δασμεύω</i> <span style="color: red;"><</span> [[δασμός]]. | |mltxt=[[δάσμευσις]], η (Α)<br />[[διανομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δάσμευσις]] φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. <i>δασμεύω</i> <span style="color: red;"><</span> [[δασμός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δάσμευσις:''' -εως, ἡ ([[δασμός]]), [[μοίρασμα]], [[διανομή]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dividing, distributing, X.An.7.1.37.
German (Pape)
[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.
Greek (Liddell-Scott)
δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de partager, distribution.
Étymologie: *δασμεύω, de δασμός.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
distribución, división ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο X.An.7.1.37, cf. Hsch.
Greek Monolingual
δάσμευσις, η (Α)
διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δασμεύω < δασμός.