διόρισις: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διόρισις]], η (AM) [[διορίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[εντολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάκριση]], [[διαστολή]]<br /><b>2.</b> [[αποχωρισμός]]. | |mltxt=[[διόρισις]], η (AM) [[διορίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ορισμός]], [[εντολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάκριση]], [[διαστολή]]<br /><b>2.</b> [[αποχωρισμός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διόρισις:''' -εως, ἡ και [[διορισμός]], ὁ, [[διάκριση]], [[διαίρεση]], [[διαχωρισμός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A distinction, Pl.Lg.777b; separation, Arist. Ph.213b26.
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, Abgränzung, Unterscheidung, Plat. Legg. VI, 777 b.
Greek (Liddell-Scott)
διόρισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νόμ. 777Β, Ἀριστ. Φυσ. 4. 6, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
détermination, définition, distinction.
Étymologie: διορίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 separación ὄντος τοῦ κενοῦ χωρισμοῦ τινὸς τῶν ἐφεξῆς καὶ διορίσεως Arist.Ph.213b26, ὀργανικὴ δ. Steph.in Hp.Aph.2.264.23.
2 distinción, diferenciación πρὸς τὴν ἀναγκαίαν διόρισιν, τὸ δοῦλον ... διορίζεσθαι καὶ ἐλεύθερον Pl.Lg.777b.
3 sent. dud., quizá decisión o prescripción s. cont. Nag Hammadi 144.(h).17 (IV d.C.).
Greek Monolingual
διόρισις, η (AM) διορίζω
μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διάκριση, διαστολή
2. αποχωρισμός.
Greek Monotonic
διόρισις: -εως, ἡ και διορισμός, ὁ, διάκριση, διαίρεση, διαχωρισμός, σε Πλάτ.