δυσπρόσμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπρόσμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα πολεμάται.
|mltxt=[[δυσπρόσμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα πολεμάται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσμᾰχος:''' -ον ([[προσμάχομαι]]), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται [[κάποιος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσμᾰχος Medium diacritics: δυσπρόσμαχος Low diacritics: δυσπρόσμαχος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: dysprósmachos Transliteration B: dysprosmachos Transliteration C: dysprosmachos Beta Code: duspro/smaxos

English (LSJ)

ον,

   A hard to attack, Plu.Tim.21.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de asaltar, inexpugnablede lugares, Plu.Tim.21.

Greek Monolingual

δυσπρόσμαχος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα πολεμάται.

Greek Monotonic

δυσπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, αυτός στον οποίο δύσκολα επιτίθεται κάποιος, σε Πλούτ.