εἰλαπιναστής: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰλαπιναστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> [[επίκληση]] του [[Διός]] στην Κύπρο. | |mltxt=[[εἰλαπιναστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε [[συμπόσιο]]<br /><b>2.</b> [[επίκληση]] του [[Διός]] στην Κύπρο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰλᾰπῐναστής:''' -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, [[ευχάριστος]] [[ομοτράπεζος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A feaster, guest, boon-companion, Il.17.577, Orph.Fr.207. II name of Zeus at Cyprus, Hegesand.30.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, σύνδειπνος, «ὁμοτράπεζος, συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
convive d’un festin εἰλαπίνη.
Étymologie: εἰλαπίνη.
English (Autenrieth)
banqueter, guest, Il. 17.577†.
Spanish (DGE)
(εἰλᾰπῐναστής) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): dór. -άς Call.Cer.87
participante en un festín, comensal ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰ. Il.17.577, cf. Call.l.c., Phld.Piet.815, Ath.362e, epít. de Dioniso, Orph.Fr.207, epít. de Zeus entre los chipriotas, Hegesand.30, cf. SEG 20.307 (Chipre IV/III a.C.).
Greek Monolingual
εἰλαπιναστής, ο (Α)
1. αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
2. επίκληση του Διός στην Κύπρο.
Greek Monotonic
εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, ευχάριστος ομοτράπεζος, σε Ομήρ. Ιλ.