ἐκδωριεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(10) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκδωριεύομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[Δωριεύς]]. | |mltxt=[[ἐκδωριεύομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[τέλειος]] [[Δωριεύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκδωριεύομαι:''' ([[Δώριος]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[εξολοκλήρου]] [[δωρικός]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A become a thorough Dorian, Hdt.8.73 (pf. ἐκδεδωρίευνται: ἐκδεδωρίωνται Valck., ἐκδεδωρίδαται Dind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδωριεύομαι: παθ. γίνομαι τέλειος Δωριεύς, Ἡρόδ. 8. 73, ἐν τῷ πρκμ, ἐκδεδωρίυνται: συμφωνότερος πρὸς τὴν ἀναλογίαν θὰ ἦτο ὁ τύπος ἐκδεδωρίωνται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωριόομαι), ἢ ἐκδεδωρίδαται (ἐκ τοῦ ῥήμ. -δωρίζω).
Spanish (DGE)
dorizarse, convertirse en dorio οἱ δὲ Κυνούριοι αὐτόχθονες ἐόντες ... ἐκδεδωρίευνται δὲ ὑπὸ Ἀργείων ἀρχόμενοι Hdt.8.73.3.
Greek Monolingual
ἐκδωριεύομαι (Α)
γίνομαι τέλειος Δωριεύς.
Greek Monotonic
ἐκδωριεύομαι: (Δώριος), Παθ., γίνομαι εξολοκλήρου δωρικός, σε Ηρόδ.