ἐκτυφλόω: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(big3_14b) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[cegar]], [[privar de la vista]] τὸν Εὐήνιον Hdt.9.93, cf. 4.2, (τὸν Κύκλωπα) Ar.<i>Pl</i>.301, cf. Luc.<i>DMar</i>.2.1, αὑτόν de Edipo, Ar.<i>Ra</i>.1195, ἐκτυφλοῦν τιν' [[ἀστραπή]] (soy) un relámpago para cegar a cualquiera</i> Antiph.193.4, cf. Men.<i>Sam</i>.500, (αὐτόν) ἐξετύφλου παρὰ μικρόν <i>Batr</i>.238, τὸν ἐμποδίζοντα Arr.<i>Epict</i>.1.27.12, cf. <i>AP</i> 11.112 (Lucill.), τοὺς ἵππους X.<i>Eq</i>.10.2, τὸν λέοντα Aesop.279.1, abs. κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.<i>Fr</i>.581.2, en v. pas. ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Demad.15, Posidon.252, cf. Philostr.<i>VA</i> 4.36<br /><b class="num">•</b>fig. [[apagar]] en v. pas. ἐκτυφλωθέντες σκότῳ λαμπτῆρες A.<i>Ch</i>.536<br /><b class="num">•</b>tb. fig. [[cegar]], [[deslumbrar]], [[ofuscar]] τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς βλεπόντων LXX <i>Ex</i>.23.8, cf. <i>De</i>.16.19.<br /><b class="num">2</b> agr. [[cegar]] las yemas del sarmiento de la vid, e.e., [[destruir]], [[eliminar]] yemas de la vid χρὴ ... τοὺς μὲν πρὸς τῷ στελέχει βʹ (ὀφθαλμούς) ἐκτυφλοῦν <i>Gp</i>.5.22.1, en v. pas. (αἱ ἄμπελοι) ὑφ' ὧν (χαλαζῶν) ἐκτυφλοῦνται Philostr.<i>Her</i>.22.20. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[cegar]], [[privar de la vista]] τὸν Εὐήνιον Hdt.9.93, cf. 4.2, (τὸν Κύκλωπα) Ar.<i>Pl</i>.301, cf. Luc.<i>DMar</i>.2.1, αὑτόν de Edipo, Ar.<i>Ra</i>.1195, ἐκτυφλοῦν τιν' [[ἀστραπή]] (soy) un relámpago para cegar a cualquiera</i> Antiph.193.4, cf. Men.<i>Sam</i>.500, (αὐτόν) ἐξετύφλου παρὰ μικρόν <i>Batr</i>.238, τὸν ἐμποδίζοντα Arr.<i>Epict</i>.1.27.12, cf. <i>AP</i> 11.112 (Lucill.), τοὺς ἵππους X.<i>Eq</i>.10.2, τὸν λέοντα Aesop.279.1, abs. κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.<i>Fr</i>.581.2, en v. pas. ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Demad.15, Posidon.252, cf. Philostr.<i>VA</i> 4.36<br /><b class="num">•</b>fig. [[apagar]] en v. pas. ἐκτυφλωθέντες σκότῳ λαμπτῆρες A.<i>Ch</i>.536<br /><b class="num">•</b>tb. fig. [[cegar]], [[deslumbrar]], [[ofuscar]] τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς βλεπόντων LXX <i>Ex</i>.23.8, cf. <i>De</i>.16.19.<br /><b class="num">2</b> agr. [[cegar]] las yemas del sarmiento de la vid, e.e., [[destruir]], [[eliminar]] yemas de la vid χρὴ ... τοὺς μὲν πρὸς τῷ στελέχει βʹ (ὀφθαλμούς) ἐκτυφλοῦν <i>Gp</i>.5.22.1, en v. pas. (αἱ ἄμπελοι) ὑφ' ὧν (χαλαζῶν) ἐκτυφλοῦνται Philostr.<i>Her</i>.22.20. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκτυφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A make quite blind, τινά Batr.238, Hdt.4.2,9.93, X.Eq. 10.2, Ar.Pl.301, etc.; ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή Antiph.195.4: abs., κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.Fr.569.2:—Pass., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (expl. by σβεσθέντες in Sch.) A.Ch.536: metaph., Philostr. VA4.36; of buds destroyed by hail, Id.Her.2.11.
German (Pape)
[Seite 784] ganz blind machen, blenden; Her. 9, 93; Ar. Plut. 309; Xen. Equ. 10, 2; λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ Aesch. Ch. 529.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτυφλόω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἡρόδ. 4. 2. 9, 93, Ξεν., κλ.· ἐκτυφλοῦν τιν’ ἀστραπὴ (ἐνν. εἰμι) Ἀντιφ. «Προγόνοις» 1· ἀπολ., κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 2: - Παθ., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (ἑρμηνευόμενον διὰ τοῦ σβεσθέντες ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ) Αἰσχύλ. Χο. 536.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aveugler complètement;
2 obscurcir, éteindre.
Étymologie: ἐκ, τυφλόω.
Spanish (DGE)
1 cegar, privar de la vista τὸν Εὐήνιον Hdt.9.93, cf. 4.2, (τὸν Κύκλωπα) Ar.Pl.301, cf. Luc.DMar.2.1, αὑτόν de Edipo, Ar.Ra.1195, ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή (soy) un relámpago para cegar a cualquiera Antiph.193.4, cf. Men.Sam.500, (αὐτόν) ἐξετύφλου παρὰ μικρόν Batr.238, τὸν ἐμποδίζοντα Arr.Epict.1.27.12, cf. AP 11.112 (Lucill.), τοὺς ἵππους X.Eq.10.2, τὸν λέοντα Aesop.279.1, abs. κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.Fr.581.2, en v. pas. ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Demad.15, Posidon.252, cf. Philostr.VA 4.36
•fig. apagar en v. pas. ἐκτυφλωθέντες σκότῳ λαμπτῆρες A.Ch.536
•tb. fig. cegar, deslumbrar, ofuscar τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς βλεπόντων LXX Ex.23.8, cf. De.16.19.
2 agr. cegar las yemas del sarmiento de la vid, e.e., destruir, eliminar yemas de la vid χρὴ ... τοὺς μὲν πρὸς τῷ στελέχει βʹ (ὀφθαλμούς) ἐκτυφλοῦν Gp.5.22.1, en v. pas. (αἱ ἄμπελοι) ὑφ' ὧν (χαλαζῶν) ἐκτυφλοῦνται Philostr.Her.22.20.
Greek Monotonic
ἐκτυφλόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.