ἐκπερίειμι: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπερίειμι]] (Α)<br />[[βγαίνω]] έξω και [[περιέρχομαι]] κυκλικά. | |mltxt=[[ἐκπερίειμι]] (Α)<br />[[βγαίνω]] έξω και [[περιέρχομαι]] κυκλικά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπερίειμι:''' κινούμαι προς τα έξω κυκλικά, περιστρέφομαι, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A go out and round, go all round, X.Cyn.6.10, dub. in Hld.7.19 ; τὰ ὄρη Luc.Rh.Pr.5 ; τὴν κύκλῳ [ὁδόν] Jul.Or.7.225c.
German (Pape)
[Seite 772] (εἶμι), heraus- u. herumgehen, von einem Orte aus herumgehen; κύκλῳ Xen. Cyn. 8, 5, vgl. 6, 10; τὰ ὄρη Luc. rhet. praec. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπερίειμι: ἐξέρχομαι καὶ περιέρχομαι ὁλόγυρα, ἐκπεριέρχομαι, κύκλῳ Ξεν. Κυν. 6. 10, κτλ.· ἐκπ. τὰ ὄρη Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 5.
French (Bailly abrégé)
inf. ἐκπεριϊέναι;
approcher en faisant un détour, contourner.
Étymologie: ἐκ, περίειμι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. contr. ἐκπεριών X.Cyn.6.10]
1 ir de un lado a otro visitando, dar vueltas por τὰς ἑορτάς Porph.Plot.10.34
•fig. c. ac. de pers. asediar, acosar παντοίως ἐκπεριιοῦσαν τὸν Θεαγένην Hld.7.19.6
•c. ac. de cosa dar vueltas a alguna cuestión οὐδὲν ἡμῖν ἄρρητον ... σὺν πάσῃ περιουσίᾳ ἐκπεριϊοῦσι πάντα καὶ διερευνωμένοις nada nos era desconocido porque a todo dábamos vueltas y escrutábamos con todo denuedo Gr.Thaum.Pan.Or.15.45
•abs. dar vueltas, hacer rondas de vigilancia en torno a una red de caza φυλαττέτω δὲ ἐκπεριών X.l.c.
2 rodear τὰ ὄρη Luc.Rh.Pr.5.
3 evitar ῥᾷον ἐκπερίεισι τὴν κύκλῳ (σύντομον) evita fácilmente los rodeos Iul.Or.7.225c.
Greek Monolingual
ἐκπερίειμι (Α)
βγαίνω έξω και περιέρχομαι κυκλικά.
Greek Monotonic
ἐκπερίειμι: κινούμαι προς τα έξω κυκλικά, περιστρέφομαι, σε Ξεν.