ἐμπολεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπολεύς]] ο (Α)<br />[[έμπορος]], [[πραματευτής]] (ἔλθ' ἀπὸ πέτρας καί με λάβ' ἐμπολέα», Φανίας, <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=[[ἐμπολεύς]] ο (Α)<br />[[έμπορος]], [[πραματευτής]] (ἔλθ' ἀπὸ πέτρας καί με λάβ' ἐμπολέα», Φανίας, <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπολεύς:''' -έως, ὁ, [[έμπορος]], [[πραματευτής]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A merchant, trafficker, AP6.304 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 816] ὁ, der Einkäufer, Kaufmann, Phani. 7 (VI, 304).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολεύς: έως, ὁ, ἔμπορος, πραγματευτής, Ἀνθ. Π. 6. 304.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
marchand, traficant, acheteur.
Étymologie: ἐμπολάω.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
comprador, cliente με λάβ' εὐάρχαν πρῷον ἐμπολέα AP 6.304 (Phan.).
Greek Monolingual
ἐμπολεύς ο (Α)
έμπορος, πραματευτής (ἔλθ' ἀπὸ πέτρας καί με λάβ' ἐμπολέα», Φανίας, Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐμπολεύς: -έως, ὁ, έμπορος, πραματευτής, σε Ανθ.