ἐξωτέρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἔξω]].
|btext=v. [[ἔξω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξωτέρω:''' επίρρ., συγκρ. του [[ἔξω]], πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε Αισχύλ.· από όπου επίθ., [[ἐξώτερος]], [[εξωτερικός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξωτέρω Medium diacritics: ἐξωτέρω Low diacritics: εξωτέρω Capitals: ΕΞΩΤΕΡΩ
Transliteration A: exōtérō Transliteration B: exōterō Transliteration C: eksotero Beta Code: e)cwte/rw

English (LSJ)

Adv., Comp. of ἔξω,

   A more outside, δρόμου ἐ. A.Ch.1023, cf. Arist.Metaph.1055a25, LXXJb.18.17, etc.:—hence later, Adj. ἐξώτερος, outer, LXXEx.26.4, etc., Ev.Matt.8.12; ξυστός POxy.896.14 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξωτέρω: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ ἔξω, πλέον ἔξω, ἡνιοστρόφου δρόμου ἐξωτέρω Αἰσχύλ. Χο. 1023· ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 4, 5: - Ἐντεῦθεν ἐπίθ. ἐξώτερος, α, ον, ὁ πλέον ἔξω ὤν, τῆς αὐλαίας τῆς ἐξωτέρας Ἑβδ. (Ἔξοδ. κϛʹ, 4)· σκότος τὸ ἐξώτερον, τὸ σκότος τὸ ἔξω τῶν ὁρίων τῶν καταλαμπομένων ὑπὸ τοῦ θείου φωτὸς βασιλείων τοῦ Χριστοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄, 12, κβ΄, 3, κδ΄, 307· «σκότος δὲ τὸ ἐξώτερον, τόπος ἐστὶ κολάσεως χαλεπωτάτης» Εὐθ. Ζυγαβηνοῦ Ἑρμην., κτλ., τ. 1. σ. 153, ἔκδ. Φαρμακίδου. - Ἐπίρρ. ἐξωτέρως, ἐξωτερικῶς, Μακάριος 484Β.

French (Bailly abrégé)

v. ἔξω.

Greek Monotonic

ἐξωτέρω: επίρρ., συγκρ. του ἔξω, πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε Αισχύλ.· από όπου επίθ., ἐξώτερος, εξωτερικός, σε Καινή Διαθήκη