ζευκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια και -ία, -ιο (AM [[ζευκτήριος]], -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[ζεύξη]], για [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ζευκτηρία</i><br />ο [[ζευκτήρας]], το [[ζευγόλουρο]]<br /><b>3.</b> (πληθ. θηλ. ως ουσ.) <i>οι ζευκτηρίες</i><br />καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το [[πηδάλιο]] με τους γλουτούς του πλοίου και από τις δύο πλευρές του ποδοστήματος, [[έτσι]] ώστε σε [[περίπτωση]] αποσύνδεσης το [[πηδάλιο]] να συγκρατηθεί από αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευκτήρ]].
|mltxt=-ια και -ία, -ιο (AM [[ζευκτήριος]], -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[ζεύξη]], για [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ζευκτηρία</i><br />ο [[ζευκτήρας]], το [[ζευγόλουρο]]<br /><b>3.</b> (πληθ. θηλ. ως ουσ.) <i>οι ζευκτηρίες</i><br />καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το [[πηδάλιο]] με τους γλουτούς του πλοίου και από τις δύο πλευρές του ποδοστήματος, [[έτσι]] ώστε σε [[περίπτωση]] αποσύνδεσης το [[πηδάλιο]] να συγκρατηθεί από αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευκτήρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζευκτήριος:''' -α, -ον ([[ζεύγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να συνδέει ή να βάζει ζώα στο [[ζυγό]]· [[γέφυρα]] γαῖνδυοῖν ζευκτηρία, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[ζευκτήριον]], τό = [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευκτήριος Medium diacritics: ζευκτήριος Low diacritics: ζευκτήριος Capitals: ΖΕΥΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: zeuktḗrios Transliteration B: zeuktērios Transliteration C: zefktirios Beta Code: zeukth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A fit for joining or yoking, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. A.Pers.736 (troch.); πάτερ . . Μαινάδων ζευκτήριε Id.Fr.382.    II as Subst., ζευκτήριον, τό,= ζυγόν, yoke, Id.Ag.529, POxy.934.5 (iii A.D.); ζευκτηρία, ἡ,= ζεύγλη 11, Act.Ap.27.40.

German (Pape)

[Seite 1138] anjochend, verbindend; γέφυρα γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. Pers. 736; τὸ ζ., das Joch, Ag. 529; – ἡ ζευκτηρία, das Band, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ζευκτήριος: -α, -ον, ζευγνύων, συνδέων, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = ζυγόν, ὁ ζυγός, ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = ζεύγλη ΙΙ, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à joindre, à unir, gén..
Étymologie: ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

-ια και -ία, -ιο (AM ζευκτήριος, -ία, -ιον)
1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση
2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία
ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο
3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες
καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους γλουτούς του πλοίου και από τις δύο πλευρές του ποδοστήματος, έτσι ώστε σε περίπτωση αποσύνδεσης το πηδάλιο να συγκρατηθεί από αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευκτήρ.

Greek Monotonic

ζευκτήριος: -α, -ον (ζεύγνυμι),
I. αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να συνδέει ή να βάζει ζώα στο ζυγό· γέφυρα γαῖνδυοῖν ζευκτηρία, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., ζευκτήριον, τό = ζυγόν, ο ζυγός, σε Αισχύλ.