θηράσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηράσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει [[κάποιος]] («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]] ή απ' ευθείας <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]].
|mltxt=[[θηράσιμος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει [[κάποιος]] («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρώ]] ή απ' ευθείας <span style="color: red;"><</span> [[θήρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηράσιμος:''' [ᾱ], ον ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηράσιμος Medium diacritics: θηράσιμος Low diacritics: θηράσιμος Capitals: ΘΗΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: thērásimos Transliteration B: thērasimos Transliteration C: thirasimos Beta Code: qhra/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A to be hunted down, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους A.Pr.858.

German (Pape)

[Seite 1209] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30.

Greek (Liddell-Scott)

θηράσιμος: -ᾱ, -ον, (θηράω) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut être poursuivi, recherché.
Étymologie: θηράω.

Greek Monolingual

θηράσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ' ευθείας < θήρα.

Greek Monotonic

θηράσιμος: [ᾱ], ον (θηράω), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.