ἰαμβίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβίζω]] (Α, Μ ἰαμβόζω) [[ίαμβος]]<br />επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου με ιάμβους, [[σατιρίζω]], [[σκώπτω]], [[κακολογώ]] («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιλώ]] σε ιαμβικό [[μέτρο]] («παῡε..... ἰαμβίζων», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[ἰαμβίζω]] (Α, Μ ἰαμβόζω) [[ίαμβος]]<br />επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου με ιάμβους, [[σατιρίζω]], [[σκώπτω]], [[κακολογώ]] («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιλώ]] σε ιαμβικό [[μέτρο]] («παῡε..... ἰαμβίζων», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰαμβίζω:''' επιτίθεμαι σε κάποιον με ιάμβους, [[σατυρίζω]], [[λοιδορώ]], [[κακολογώ]], <i>τινά</i>, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβίζω Medium diacritics: ἰαμβίζω Low diacritics: ιαμβίζω Capitals: ΙΑΜΒΙΖΩ
Transliteration A: iambízō Transliteration B: iambizō Transliteration C: iamvizo Beta Code: i)ambi/zw

English (LSJ)

   A assail in iambics, lampoon, τινα Gorg. ap. Ath.11.505d, Arist.Po.1448b32, D.H.7.72.    II abs., talk in iambic verse, Luc.JTr.33(s.v.l.).    2 etym. of θρίαμβος, Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 1233] Jamben schreiben, in Jamben reden, d. h. schmähen; ἀλλήλους Arist. poet. 4; καὶ κατασκώπτειν D. Hal. 7, 72; Ath. XI, 505 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβίζω: ἐπιτίθεμαι κατά τινος δι’ ἰάμβων, σατυρίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, τινὰ Γοργ. παρ’ Ἀθην. 505D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 10, Διον. Ἁλ. 7. 72.

French (Bailly abrégé)

poursuivre de vers iambiques, càd de railleries, de satires, acc..
Étymologie: ἴαμβος.

Greek Monolingual

ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) ίαμβος
επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.)
αρχ.
μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ἰαμβίζω: επιτίθεμαι σε κάποιον με ιάμβους, σατυρίζω, λοιδορώ, κακολογώ, τινά, σε Αριστ.