ἱερία: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(17)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερία]], ιων. τ. ἱερίη, ἡ (Α)<br />η [[ιέρεια]].
|mltxt=[[ἱερία]], ιων. τ. ἱερίη, ἡ (Α)<br />η [[ιέρεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱερία:''' ποιητ. αντί [[ἱέρεια]].
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1240] ἡ, = ἱέρεια, nur p., z. B. Eur. Bacch. 1112 Or. 261; auch Soph., fr. 401.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερία: Ἰων. ἱερίη, ἴδε ἱέρεια.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἱέρεια.

Greek Monolingual

ἱερία, ιων. τ. ἱερίη, ἡ (Α)
η ιέρεια.

Greek Monotonic

ἱερία: ποιητ. αντί ἱέρεια.