θωρηκτής: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θωρηκτής]], ὁ (Α) [[θεωρήσσω]]<br />οπλισμένος με θώρακα («ὅτ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=[[θωρηκτής]], ὁ (Α) [[θεωρήσσω]]<br />οπλισμένος με θώρακα («ὅτ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θωρηκτής:''' -οῦ, ὁ ([[θωρήσσω]]), οπλισμένος με θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (θωρήσσω)
A armed with θώραξ, Ἀργείοισι θωρηκτῇσι Il.21.429; Λυκίων, Τρώων πύκα θωρηκτάων armed with stout cuirass, 12.317,15.689.
German (Pape)
[Seite 1230] der Geharnischte, Gewappnete, Τρῶες, Ἀργεῖοι, Il. 15, 689. 21, 429.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
guerrier cuirassé.
Étymologie: θωρήσσω.
English (Autenrieth)
(θωρήσσω): cuirassed, wellcuirassed. (Il.)
Greek Monolingual
θωρηκτής, ὁ (Α) θεωρήσσω
οπλισμένος με θώρακα («ὅτ' Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
θωρηκτής: -οῦ, ὁ (θωρήσσω), οπλισμένος με θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.