ἰσομήκης: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἰσομήκης]], -όμηκες)<br />[[ίσος]] με άλλον [[κατά]] το [[μήκος]] («[[ἰσομήκης]] πως τῇ Ἀττικῇ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιο</i>-<i>μήκης</i>, <i>στενο</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἰσομήκης]], -όμηκες)<br />[[ίσος]] με άλλον [[κατά]] το [[μήκος]] («[[ἰσομήκης]] πως τῇ Ἀττικῇ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδιο</i>-<i>μήκης</i>, <i>στενο</i>-<i>μήκης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσομήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[ίσος]] στο [[μήκος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομήκης Medium diacritics: ἰσομήκης Low diacritics: ισομήκης Capitals: ΙΣΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: isomḗkēs Transliteration B: isomēkēs Transliteration C: isomikis Beta Code: i)somh/khs

English (LSJ)

ες,

   A equal in length, Arist.HA506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, having a common factor, Pl.R. 546c.

German (Pape)

[Seite 1265] ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομήκης: -ες, ἴσος τὸ μῆκος, Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14· τινὶ Στράβ. 400, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
égal en longueur, de même longueur.
Étymologie: ἴσος, μῆκος.

Greek Monolingual

-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκοςἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο-μήκης, στενο-μήκης].

Greek Monotonic

ἰσομήκης: -ες (μῆκος), ίσος στο μήκος, σε Πλάτ.