κατάβα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
(19) |
(5) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατάβα]](ν) και κατέβα, τὸ (Μ)<br />[[κατέβασμα]], [[κάθοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του [[καταβαίνω]].———————— <b>(II)</b><br />[[κατάβα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' [[αντί]] κατάβηθι)<br />κατέβα. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατάβα]](ν) και κατέβα, τὸ (Μ)<br />[[κατέβασμα]], [[κάθοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του [[καταβαίνω]].———————— <b>(II)</b><br />[[κατάβα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' [[αντί]] κατάβηθι)<br />κατέβα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατάβα:''' αντί [[κατάβηθι]], προστ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κατάβα: ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ καταβαίνω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de καταβαίνω.
Greek Monolingual
(I)
κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ)
κατέβασμα, κάθοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του καταβαίνω.———————— (II)
κατάβα (Α)
(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' αντί κατάβηθι)
κατέβα.