καταπλαστύς: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπλαστύς]], ἡ (Α) [[καταπλάσσω]]<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κατάπλασμα]]. | |mltxt=[[καταπλαστύς]], ἡ (Α) [[καταπλάσσω]]<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κατάπλασμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταπλαστύς:''' -ύος, ἡ, Ιων. αντί <i>καταπλάσματος</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for κατάπλασμα, Hdt.4.75.
German (Pape)
[Seite 1370] ύος, ἡ, ion. = κατάπλασμα, Her. 4, 75.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατάπλασμα, Ἡρόδ. 4. 75.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
enduit, emplâtre, cataplasme.
Étymologie: καταπλάσσω.
Greek Monolingual
καταπλαστύς, ἡ (Α) καταπλάσσω
ιων. τ. βλ. κατάπλασμα.
Greek Monotonic
καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί καταπλάσματος, σε Ηρόδ.