καταχαλκόω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />couvrir <i>ou</i> garnir de cuivre <i>ou</i> d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχαλκος]].
|btext=-ῶ :<br />couvrir <i>ou</i> garnir de cuivre <i>ou</i> d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχαλκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταχαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με χαλκό, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκόω Medium diacritics: καταχαλκόω Low diacritics: καταχαλκόω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΟΩ
Transliteration A: katachalkóō Transliteration B: katachalkoō Transliteration C: katachalkoo Beta Code: kataxalko/w

English (LSJ)

   A cover or point with bronze, τὰ κέρεα Hdt.6.50:—Pass., θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9.    II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f; στοὰς ὅπλοις D.S.12.70.

Greek (Liddell-Scott)

καταχαλκόω: κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ κέρεα Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, κλείω μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couvrir ou garnir de cuivre ou d’airain.
Étymologie: κατάχαλκος.

Greek Monotonic

καταχαλκόω: μέλ. -ώσω, καλύπτω με χαλκό, σε Ηρόδ.