κατῆλιψ: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατῆλιψ]], -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)<br />1.[[σκάλα]], [[κλίμακα]] («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> το άνω [[πάτωμα]] οικίας<br /><b>3.</b> η [[σκάλα]] ή το [[δοκάρι]] που υποβαστάζει την [[οροφή]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεσόδμη]], [[μεσότοιχον]], δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον<br />οἱ δὲ [[ἰκρίωμα]] τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. [[ἄλιψ]], [[αἰγίλιψ]]. | |mltxt=[[κατῆλιψ]], -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)<br />1.[[σκάλα]], [[κλίμακα]] («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> το άνω [[πάτωμα]] οικίας<br /><b>3.</b> η [[σκάλα]] ή το [[δοκάρι]] που υποβαστάζει την [[οροφή]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεσόδμη]], [[μεσότοιχον]], δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον<br />οἱ δὲ [[ἰκρίωμα]] τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. [[ἄλιψ]], [[αἰγίλιψ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατῆλιψ:''' -ιφος, ἡ, το άνω [[πάτωμα]] του σπιτιού, [[στέγη]] ή [[σκάλα]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προελ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ῐφος, ἡ, variously expld. as
A ladder, roof-beam, upper story, etc. in Ar.Ra.566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, Hsch.; also used by Luc.Lex.8.
German (Pape)
[Seite 1400] ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.
Greek (Liddell-Scott)
κατῆλιψ: ῐφος, ἡ, Δωρικ. κατᾶλιψ, τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι δέον νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ ἦλιψ, πέδιλον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «ἄλιψ ἢ ἆλιψ· πέτρα»).
French (Bailly abrégé)
ιφος (ἡ) :
grenier ou combles d’une maison.
Étymologie: κατά, ἦλιψ.
Greek Monolingual
κατῆλιψ, -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)
1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.)
2. το άνω πάτωμα οικίας
3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή
4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον
οἱ δὲ ἰκρίωμα τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. ἄλιψ, αἰγίλιψ.
Greek Monotonic
κατῆλιψ: -ιφος, ἡ, το άνω πάτωμα του σπιτιού, στέγη ή σκάλα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προελ.).