κατιππάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(20)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατιππάζομαι]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[καθιππάζομαι]].
|mltxt=[[κατιππάζομαι]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[καθιππάζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατιππάζομαι:''' κατ-ῑρόω, κατ-[[ίστημι]], Ιων. αντί <i>καθ-</i>.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1402] ion. = καθιππάζομαι, Her.

Greek (Liddell-Scott)

κατιππάζομαι: κατῑρόω, κατίστημι, Ἰων. ἀντὶ καθ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθιππάζομαι.

Greek Monolingual

κατιππάζομαι (Α)
ιων. τ. βλ. καθιππάζομαι.

Greek Monotonic

κατιππάζομαι: κατ-ῑρόω, κατ-ίστημι, Ιων. αντί καθ-.