καταφαρμακεύω: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταφαρμακεύω]] (AM)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δηλητηριάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] ορισμένες δόσεις φαρμάκων<br /><b>2.</b> [[αλείφω]] με φάρμακα ή με ψιμύθια<br /><b>3.</b> [[γοητεύω]], [[μαγεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φαρμακεύω]] «[[συστήνω]] [[φάρμακο]], [[δηλητηριάζω]], [[μαγεύω]]»].
|mltxt=[[καταφαρμακεύω]] (AM)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δηλητηριάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] ορισμένες δόσεις φαρμάκων<br /><b>2.</b> [[αλείφω]] με φάρμακα ή με ψιμύθια<br /><b>3.</b> [[γοητεύω]], [[μαγεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φαρμακεύω]] «[[συστήνω]] [[φάρμακο]], [[δηλητηριάζω]], [[μαγεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταφαρμᾰκεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αλείφω]] με φάρμακα ή φυλαχτά, [[μαγεύω]], [[σαγηνεύω]], [[καταθέλγω]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαρμᾰκεύω Medium diacritics: καταφαρμακεύω Low diacritics: καταφαρμακεύω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΜΑΚΕΥΩ
Transliteration A: katapharmakeúō Transliteration B: katapharmakeuō Transliteration C: katafarmakeyo Beta Code: katafarmakeu/w

English (LSJ)

   A dose with drugs, Alex.Trall.9.3, Febr.7.    II anoint with drugs or charms, τὰ πρόσωπα φαρμάκοις Luc.Am.39: hence,    2 enchant, bewitch, Pl.Phdr.242e (Pass.), Plu.2.141b.    III poison, Id.Dio 3.

Greek (Liddell-Scott)

καταφᾰρμακεύω: ἀλείφω μὲ φάρμακα ἢ μὲ ψιμύθια, τὰ πρόσωπα φαρμάκοις ποκίλοις καταφαρμακεύουσαι γρᾶες Λουκ. Ἔρωτες 39· ἐντεῦθεν, 2) γοητεύω, μαγεύω, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Ε (ἐν τῷ Παθ.). 3) δηλητηριάζω, Πλουτ. Δίων 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

empoisonner, acc..
Étymologie: κατά, φαρμακεύω.

Greek Monolingual

καταφαρμακεύω (AM)
μσν.-αρχ.
δηλητηριάζω
αρχ.
1. δίνω ορισμένες δόσεις φαρμάκων
2. αλείφω με φάρμακα ή με ψιμύθια
3. γοητεύω, μαγεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαρμακεύω «συστήνω φάρμακο, δηλητηριάζω, μαγεύω»].

Greek Monotonic

καταφαρμᾰκεύω: μέλ. -σω, αλείφω με φάρμακα ή φυλαχτά, μαγεύω, σαγηνεύω, καταθέλγω, σε Πλάτ.