κλοπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κλοπαῑος, -αία, -αῖον (Α) [[κλοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαθραίος]], [[δόλιος]] («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=κλοπαῑος, -αία, -αῖον (Α) [[κλοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[κλοπή]], ο [[κλεμμένος]] («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαθραίος]], [[δόλιος]] («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλοπαῖος:''' -α, -ον (κλέπ-τω), [[κλοπιμαίος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπαῖος Medium diacritics: κλοπαῖος Low diacritics: κλοπαίος Capitals: ΚΛΟΠΑΙΟΣ
Transliteration A: klopaîos Transliteration B: klopaios Transliteration C: klopaios Beta Code: klopai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A stolen, πυρὸς πηγή A.Pr.110, cf.S.Ichn.76, E.Alc. 1035.    2 furtive, fraudulent, κλοπαίων τε καὶ βιαίων Pl.Lg.934c; ἀφανισμός D.H.2.71.

German (Pape)

[Seite 1456] gestohlen; θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίαν Aesch. Prom. 110; Eur. Alc. 1035; τὰ κλοπαῖα, heimlich, Plat. Legg. XI, 934 c; ἀφανισμός D. Hal. 2, 71; Poll. 8, 33.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπαῖος: -α, -ον, (κλὼψ) κλοπιμαῖος, «κλεμμένος», ἐκ κλοπῆς προερχόμενος, πυρὸς πυγὴ Αἰσχύλ. Πρ. 110, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 1035. 2) κλοπιμαῖος, λαθραῖος, Πλάτ. Νόμ. 934C, Διον. Ἁλ. 2. 71.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
volé, dérobé.
Étymologie: κλοπή.

Greek Monolingual

κλοπαῑος, -αία, -αῖον (Α) κλοπή
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.)
2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κλοπαῖος: -α, -ον (κλέπ-τω), κλοπιμαίος, σε Αισχύλ., Ευρ.