κορδακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[κορδακίζω]]) [[κόρδαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, [[ασχημονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορεύω]] τον κόρδακα, άσεμνο χορό.
|mltxt=(Α [[κορδακίζω]]) [[κόρδαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, [[ασχημονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορεύω]] τον κόρδακα, άσεμνο χορό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορδᾰκίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χορεύω]] τον <i>κόρδακα</i>.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκίζω Medium diacritics: κορδακίζω Low diacritics: κορδακίζω Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΖΩ
Transliteration A: kordakízō Transliteration B: kordakizō Transliteration C: kordakizo Beta Code: kordaki/zw

English (LSJ)

   A dance the κόρδαξ, Hyp.Phil.7, D.Chr.33.9, D.C.50.27, Jul.Mis.350b.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, τὸν κόρδακα ὀρχοῦμαι, Πολυδ. Ϛ΄ 123, Α. Β. 101, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ρήτορες (Walz) 1. 570.

French (Bailly abrégé)

danser le κόρδαξ.

Greek Monolingual

κορδακίζω) κόρδαξ
νεοελλ.
(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ
αρχ.
χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό.

Greek Monotonic

κορδᾰκίζω: μέλ. -σω, χορεύω τον κόρδακα.