κνημιδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[κνημιδοφόρος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνημίς]]-, -<i>ῖδος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=-ο (Α [[κνημιδοφόρος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνημίς]]-, -<i>ῖδος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνημῑδοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνημῑδοφόρος Medium diacritics: κνημιδοφόρος Low diacritics: κνημιδοφόρος Capitals: ΚΝΗΜΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: knēmidophóros Transliteration B: knēmidophoros Transliteration C: knimidoforos Beta Code: knhmidofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing greaves, Hdt.7.92:—also κνημ-ῑδωτός, ή, όν, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1460] Beinschienen tragend, Her. 7, 92.

Greek (Liddell-Scott)

κνημῑδοφόρος: -ον, ὁ φορῶν περικνημῖδας, ἔχων ὡπλισμένας τὰς κνήμας του, Ἡρόδ. 7. 92.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des jambarts.
Étymologie: κνημίς, φέρω.

Greek Monolingual

-ο (Α κνημιδοφόρος, -ον)
αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς-, -ῖδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κνημῑδοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φοράει περικνημίδες, σε Ηρόδ.