Κρονικός: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du temps de Cronos, <i>càd</i> vieux, antique;<br /><b>2</b> de Saturne <i>à Rome</i> : ἡ Κρονικὴ [[ἑορτή]] la fête des Saturnales.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> du temps de Cronos, <i>càd</i> vieux, antique;<br /><b>2</b> de Saturne <i>à Rome</i> : ἡ Κρονικὴ [[ἑορτή]] la fête des Saturnales.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κρονικός:''' -ή, -όν, = το επόμ.,<br /><b class="num">I.</b> Κρ. [[ἀστήρ]], ο [[πλανήτης]] [[Κρόνος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> με υποτιμητική [[σημασία]], [[παλιομοδίτικος]], ξεπερασμένος, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, = sq.; K. ἀστήρ the planet
A Saturn, AP11.227 (Ammian.); ζῴδια Paul.Al.O.3; K. ἑορτή, = Saturnalia, Plu.Pomp.34, Porph.Antr.23; K. λόφος, = Κρόνιον, Pi.O.5.17; also K. ὄχθος ib.9.3. II old-fashioned, out of date, Ar. Pl.581, Pl.Ly.205c (Comp.); πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικόν Alex. 62.2, cf. Com.Adesp.1052. 2 prov., K. λῆμαι, of the short-sighted, Diogenian.5.63, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Κρ. ἀστήρ, ὁ πλανήτης Κρόνος, Ἀνθ. Π. 11. 227· πρβλ. τὸ ἑπόμ. 1. 2· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημ. 263. 46. ΙΙ. ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, τοῦ παρελθόντος καιροῦ, ἀπηρχαιωμένος, Ἀριστοφ. Πλ. 581, Πλάτ. Λῦσ. 205C· πρᾶγμά τι γιγνόμενον ἀεί, Κρονικὸν Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· πρβλ. Κρόνος ΙΙ, Κρόνιος ΙΙ, ἀρχαϊκός, ἀρχαῖος 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 du temps de Cronos, càd vieux, antique;
2 de Saturne à Rome : ἡ Κρονικὴ ἑορτή la fête des Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.
Greek Monotonic
Κρονικός: -ή, -όν, = το επόμ.,
I. Κρ. ἀστήρ, ο πλανήτης Κρόνος, σε Ανθ.
II. με υποτιμητική σημασία, παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.