κεγχροβόλοι: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(20)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεγχροβόλοι]], οἱ (Α)<br />(κωμική [[λέξη]] στον Λουκιανό)<br />αυτοί που πολεμούν με [[κεχρί]], που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>πυρσο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=[[κεγχροβόλοι]], οἱ (Α)<br />(κωμική [[λέξη]] στον Λουκιανό)<br />αυτοί που πολεμούν με [[κεχρί]], που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>πυρσο</i>-[[βόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεγχροβόλοι:''' οἱ ([[βάλλω]]), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροβόλοι Medium diacritics: κεγχροβόλοι Low diacritics: κεγχροβόλοι Capitals: ΚΕΓΧΡΟΒΟΛΟΙ
Transliteration A: kenchrobóloi Transliteration B: kenchroboloi Transliteration C: kegchrovoloi Beta Code: kegxrobo/loi

English (LSJ)

οἱ,

   A millet-throwers, fabulous tribe in Luc.VH1.13.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροβόλοι: οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, μυθώδης φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.

Greek Monolingual

κεγχροβόλοι, οἱ (Α)
(κωμική λέξη στον Λουκιανό)
αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, πυρσο-βόλος.

Greek Monotonic

κεγχροβόλοι: οἱ (βάλλω), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.