κεγχροβόλοι: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(20) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεγχροβόλοι]], οἱ (Α)<br />(κωμική [[λέξη]] στον Λουκιανό)<br />αυτοί που πολεμούν με [[κεχρί]], που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>πυρσο</i>-[[βόλος]]. | |mltxt=[[κεγχροβόλοι]], οἱ (Α)<br />(κωμική [[λέξη]] στον Λουκιανό)<br />αυτοί που πολεμούν με [[κεχρί]], που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>πυρσο</i>-[[βόλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεγχροβόλοι:''' οἱ ([[βάλλω]]), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
οἱ,
A millet-throwers, fabulous tribe in Luc.VH1.13.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχροβόλοι: οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, μυθώδης φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
Greek Monolingual
κεγχροβόλοι, οἱ (Α)
(κωμική λέξη στον Λουκιανό)
αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, πυρσο-βόλος.
Greek Monotonic
κεγχροβόλοι: οἱ (βάλλω), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.