Κῷος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />v. [[Κώϊος]]. | |btext=α, ον :<br />v. [[Κώϊος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κῷος:''' -α, -ον ([[Κῶς]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή κατάγεται από το [[νησί]] της Κω, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[Κῷος]] (ενν. [[βόλος]]), <i>ὁ</i>, η μεγαλύτερη [[ριξιά]] με τους <i>ἀστραγάλους</i>, βλ. [[Χῖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of, from the island Κῶς, Coan, IG12.195.7, al., Hdt.7.164, etc.; Κώϊος Call.Fr.254. II as Subst. Κῷος (sc. βόλος), ὁ, the highest throw with the ἀστράγαλοι, opp. Χῖος, Hsch.; τὰ κῷα are the inner, τὰ χῖα the outer, sides of the huckle-bones (ἀστράγαλοι), Arist.HA499b28 (κῶλα and ἰσχία codd.), cf. Cael.292a29 (v.l.). III Κῷον (sc. ἱμάτιον), τό, a light semi-transparent garment, made at Cos, Hsch. 2 a measure of wine, Ostr.Fay.44 (ii/iii A.D.), BGU531 ii 8: pl. written κόα, Sammelb.7199.2, al. (ii A.D.). 3 = ἐνέχυρον, Hsch. (also κώϊον); cf. κοῖον, κοῦα.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
v. Κώϊος.
Greek Monotonic
Κῷος: -α, -ον (Κῶς),
I. αυτός που ανήκει ή κατάγεται από το νησί της Κω, σε Ηρόδ.
II. ως ουσ. Κῷος (ενν. βόλος), ὁ, η μεγαλύτερη ριξιά με τους ἀστραγάλους, βλ. Χῖος.