λεπτολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(23)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λεπτολόγος]], -ον)<br />αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με [[λεπτομέρεια]] ή εξετάζει [[κάτι]] εξονυχιστικά, με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] στις λεπτομέρειες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μελετά ή ελέγχει [[κάτι]] με σοφιστικό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτολόγως]] (Α)<br />με [[λεπτολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
|mltxt=-ο (Α [[λεπτολόγος]], -ον)<br />αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με [[λεπτομέρεια]] ή εξετάζει [[κάτι]] εξονυχιστικά, με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] στις λεπτομέρειες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μελετά ή ελέγχει [[κάτι]] με σοφιστικό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λεπτολόγως]] (Α)<br />με [[λεπτολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπτολόγος:''' -ον ([[λέγω]] Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα [[λεπτομερώς]], εξονυχιστικά, [[μικρολόγος]], [[σχολαστικός]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 30] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολόγος: -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, μικρολόγος, φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = λεπτολογία, Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.
Étymologie: λεπτός, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο (Α λεπτολόγος, -ον)
αυτός που λεπτολογεί, που μιλάει με λεπτομέρεια ή εξετάζει κάτι εξονυχιστικά, με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες
αρχ.
αυτός που μελετά ή ελέγχει κάτι με σοφιστικό τρόπο.
επίρρ...
λεπτολόγως (Α)
με λεπτολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -λόγος (< λόγος < λέγω)].

Greek Monotonic

λεπτολόγος: -ον (λέγω Γ), αυτός που εξετάζει τα πράγματα λεπτομερώς, εξονυχιστικά, μικρολόγος, σχολαστικός, σε Αριστοφ.