λάλλαι: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάλλαι]], αἱ (Α)<br />βότσαλα σε [[ακρογιαλιά]] ή σε όχθη ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαλῶ</i>, με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα]. | |mltxt=[[λάλλαι]], αἱ (Α)<br />βότσαλα σε [[ακρογιαλιά]] ή σε όχθη ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαλῶ</i>, με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λάλλαι:''' αἱ ([[λαλέω]]), χαλίκια, βότσαλα, από το θόρυβο που κάνουν στο [[νερό]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
αἱ,
A pebbles, from their prattling in the stream, restored for ἄλλαι in Theoc.22.39, from Hsch., EM555.47.
Greek (Liddell-Scott)
λάλλαι: -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν ὅταν κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
petits cailloux.
Étymologie: λᾶας.
Greek Monolingual
λάλλαι, αἱ (Α)
βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθη ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα].
Greek Monotonic
λάλλαι: αἱ (λαλέω), χαλίκια, βότσαλα, από το θόρυβο που κάνουν στο νερό, σε Θεόκρ.