κρύβδα: Difference between revisions
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρύβδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[κρύβδην]]. | |mltxt=[[κρύβδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[κρύβδην]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρύβδᾰ:''' επίρρ. (<i>κρύπ-τω</i>),<br /><b class="num">1.</b> [[χωρίς]] τη [[γνώση]] του, [[κρύβδα]] [[Διός]], Λατ. [[clam]] Fove, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., όπως το [[κρύβδην]], [[κρυφά]], [[μυστικά]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (κρύπτω)
A without the knowledge of, c. gen., κ. Διός Il.18.168; Ὀρέστου κ. A.Ch.177. 2 abs., secretly, Pi.P.4.114.
Greek (Liddell-Scott)
κρύβδᾰ: Ἐπιρρ. (κρύπτω) κρυφίως, ἄνευ τῆς γνώσεώς τινος, κρύβδα Διός, Λατ. clam Jove, Ἰλ. Σ. 168, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 177. 2) ἀπολ. ὡς τὸ κρύβδην, κρυφίως, Πινδ. Π. 4. 201.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
secrètement, en cachette : κρύβδα τινός IL à l’insu de qqn.
Étymologie: cf. κρύβδην.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κρύβδᾰ
1 secretly “κρύβδα πέμπον (sc. με) σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” (byz.: κρύβδαν codd.) (P. 4.114)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κρύβδᾰ: επίρρ. (κρύπ-τω),
1. χωρίς τη γνώση του, κρύβδα Διός, Λατ. clam Fove, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., όπως το κρύβδην, κρυφά, μυστικά, σε Πίνδ.