λιγύπνοιος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιγύπνοιος]] και [[λιγύπνοος]], -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πνοιος</i> / -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοιά]] / [[πνοή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>πνοιος</i> / <i>θεό</i>-<i>πνους</i>].
|mltxt=[[λιγύπνοιος]] και [[λιγύπνοος]], -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)<br />(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πνοιος</i> / -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοιά]] / [[πνοή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>πνοιος</i> / <i>θεό</i>-<i>πνους</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐγύπνοιος:''' -ον ([[πνοιή]]), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγῠπνοιος Medium diacritics: λιγύπνοιος Low diacritics: λιγύπνοιος Capitals: ΛΙΓΥΠΝΟΙΟΣ
Transliteration A: ligýpnoios Transliteration B: ligypnoios Transliteration C: ligypnoios Beta Code: ligu/pnoios

English (LSJ)

ον,

   A shrill-blowing, whistling, ἄνεμοι h.Ap.28.

German (Pape)

[Seite 43] = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύπνοιος: -ον, (πνοὴ) = τῷ προηγ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28.

Greek Monolingual

λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δί-πνοιος / θεό-πνους].

Greek Monotonic

λῐγύπνοιος: -ον (πνοιή), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.