λυσίποθος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσίποθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κρυψί</i>-<i>ποθος</i>, <i>τηξί</i>-<i>ποθος</i>]. | |mltxt=[[λυσίποθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κρυψί</i>-<i>ποθος</i>, <i>τηξί</i>-<i>ποθος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῡσίποθος:''' [ῐ], -ον, αυτός που απαλλάσσει από τον πόθο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A delivering from love, ἀγγελίαι AP5.268 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίποθος: -ον, ὁ λύων, καταπαύων τὸν πόθον, Ἀνθ. Π. 5. 269.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui délivre des regrets, des désirs.
Étymologie: λύω, πόθος.
Greek Monolingual
λυσίποθος, -ον (Α)
αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί-ποθος, τηξί-ποθος].
Greek Monotonic
λῡσίποθος: [ῐ], -ον, αυτός που απαλλάσσει από τον πόθο, σε Ανθ.