μεταλλήγω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(25)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταλλήγω]] (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[μεταλήγω]].
|mltxt=[[μεταλλήγω]] (Α)<br />(επικ.τ.) <b>βλ.</b> [[μεταλήγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλήγω:''' Επικ. αντί [[μεταλήγω]].
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 149] ep. = μεταλήγω.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλήγω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μεταλήγω.

French (Bailly abrégé)

v. μεταλήγω.

English (Autenrieth)

see μεταλήγω.

Greek Monolingual

μεταλλήγω (Α)
(επικ.τ.) βλ. μεταλήγω.

Greek Monotonic

μεταλλήγω: Επικ. αντί μεταλήγω.