μεταλλήγω
From LSJ
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
English (LSJ)
Epic for μεταλήγω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. μεταλήγω.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλήγω: эп. = *μεταλήγω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλήγω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μεταλήγω.
English (Autenrieth)
see μεταλήγω.
Greek Monolingual
μεταλλήγω (Α)
(επικ.τ.) βλ. μεταλήγω.
Greek Monotonic
μεταλλήγω: Επικ. αντί μεταλήγω.