λυχνόπολις: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(23) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυχνόπολις]], -όλεως, ή (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Λυχνόπολις</i><br />η [[πόλη]] τών λύχνων. | |mltxt=[[λυχνόπολις]], -όλεως, ή (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Λυχνόπολις</i><br />η [[πόλη]] τών λύχνων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λυχνόπολις:''' ἡ, η πόλη των φαναριών, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A city of lamps, Luc.VH1.29.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνόπολις: ἡ, πόλις λύχνων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29.
Greek Monolingual
λυχνόπολις, -όλεως, ή (Α)
ως κύριο όν. ἡ Λυχνόπολις
η πόλη τών λύχνων.
Greek Monotonic
λυχνόπολις: ἡ, η πόλη των φαναριών, σε Λουκ.