μισόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισόχρηστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόχρηστον</i><br />[[μίσος]] [[κατά]] τών χρηστών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>χρηστος</i>)].
|mltxt=[[μισόχρηστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόχρηστον</i><br />[[μίσος]] [[κατά]] τών χρηστών ανθρώπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>χρηστος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῑσόχρηστος:''' -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόχρηστος Medium diacritics: μισόχρηστος Low diacritics: μισόχρηστος Capitals: ΜΙΣΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: misóchrēstos Transliteration B: misochrēstos Transliteration C: misochristos Beta Code: miso/xrhstos

English (LSJ)

ον,

   A hating the better sort, opp. μισόδημος, X.HG2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.Piet.p.93 G.

German (Pape)

[Seite 192] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόχρηστος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les gens de bien;
Sp. μισοχρηστότατος.
Étymologie: μισέω, χρηστός.

Greek Monolingual

μισόχρηστος, -ον (Α)
1. αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόχρηστον
μίσος κατά τών χρηστών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρηστός (πρβλ. φιλό-χρηστος)].

Greek Monotonic

μῑσόχρηστος: -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.