μυριόβοιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριόβοιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>βοιος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>βοιος</i>].
|mltxt=[[μυριόβοιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>βοιος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>βοιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόβοιος:''' -ον ([[βοῦς]]), αυτός που έχει [[δέκα]] χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόβοιος Medium diacritics: μυριόβοιος Low diacritics: μυριόβοιος Capitals: ΜΥΡΙΟΒΟΙΟΣ
Transliteration A: myrióboios Transliteration B: myrioboios Transliteration C: myriovoios Beta Code: murio/boios

English (LSJ)

ον,

   A with ten thousand oxen, AP9.237 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 219] mit zehntausend Rindern, αὔλια, Eryc. 4 (IX, 237).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους βοῦς, Ἀνθ. Π. 9. 237.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme des milliers de bœufs.
Étymologie: μυρίοι, βοῦς.

Greek Monolingual

μυριόβοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ισό-βοιος, πρωτό-βοιος].

Greek Monotonic

μῡριόβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που έχει δέκα χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.