νηοπόλος: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ναοπόλος]]. | |mltxt=[[νηοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ναοπόλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νηοπόλος:''' ὁ, ἡ ([[νηός]], [[πολέω]]), Αττ. νᾱοπ-, -ον, αυτός που απασχολείται στο ναό, [[φύλακας]] ναού, σε Ησίοδ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ναοπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
νηοπόλος: Ἀττ. νᾱοπ-, ον, (νηός, πολέω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, φύλαξ τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend soin d’un temple, prêtre ou ministre d’un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.
Greek Monolingual
νηοπόλος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναοπόλος.
Greek Monotonic
νηοπόλος: ὁ, ἡ (νηός, πολέω), Αττ. νᾱοπ-, -ον, αυτός που απασχολείται στο ναό, φύλακας ναού, σε Ησίοδ., Ανθ.