νυκτοπεριπλάνητος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτοπεριπλάνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανάται στη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περιπλανῶμαι</i>]. | |mltxt=[[νυκτοπεριπλάνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανάται στη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περιπλανῶμαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νυκτοπεριπλάνητος:''' [ᾰ], -ον (πλανάομαι), αυτός που περιπλανιέται τη [[νύχτα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A roaming about by night, Ar.Ach. 264 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοπεριπλάνητος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα περιπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 264.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νυκτοπλανής.
Greek Monolingual
νυκτοπεριπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανάται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + περιπλανῶμαι].
Greek Monotonic
νυκτοπεριπλάνητος: [ᾰ], -ον (πλανάομαι), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, σε Αριστοφ.