ὀλιγηπελία: Difference between revisions
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλιγηπελία]], ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) [[ολιγηπελής]]<br />[[αδυναμία]], [[ατονία]], [[λιποθυμία]]. | |mltxt=[[ὀλιγηπελία]], ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) [[ολιγηπελής]]<br />[[αδυναμία]], [[ατονία]], [[λιποθυμία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγηπελία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[αδυναμία]], [[εξασθένηση]], [[λιποψυχία]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A weakness, faintness, Od.5.468 ; cf. εὐηπελία, κακηπελία.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, die Ohnmacht, Od. 5, 468.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγηπελία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀδυναμία, λιποψυχία, Ὀδ. Ε. 468· πρβλ. εὐηπελία, κακηπελία.
Greek Monolingual
ὀλιγηπελία, ἡ (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀλιγηπελίη) ολιγηπελής
αδυναμία, ατονία, λιποθυμία.
Greek Monotonic
ὀλῐγηπελία: Ιων. -ίη, ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, λιποψυχία, σε Ομήρ. Οδ.